- θέτω
- έθεσα, τέθηκα, τεθειμένος1. βάζω, τοποθετώ: Δεν έχουν τεθεί τα θεμέλια. – Έθεσε τους φακέλους στο αρχείο. – Τέθηκαν σε άλλο μέρος τα έπιπλα.2. μτφ., προτείνω, υποβάλλω: Θέτω πρώτος το ζήτημα. – Η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία.3. αποδέχομαι, πρεσβεύω: Έθεσε ως σκοπόστη ζωή του την επιστημονική έρευνα.4. «Θέτω σε ενέργεια ή εφαρμογή», εφαρμόζω· «Θέτω σε χρήση», χρησιμοποιώ· «Θέτω στο περιθώριο», παραμερίζω· «Θέτω κατά μέρος», παραμερίζω· «Θέτω σε δεύτερη μοίρα», θεωρώ κατώτερο· «Θέτω τελεία και παύλα», τελειώνω· «Θέτω χαλινό», χαλιναγωγώ, συγκρατώ· «Θέτω σε κίνηση», κινητοποιώ· «θέτω υπό έλεγχο», ελέγχω· «Θέτω στο αρχείο την υπόθεση», αναβάλλω διαρκώς κάτι ώστε τελικά να μην ασχοληθώ μ' αυτό· «Θέτω επί τάπητος», υποβάλλω ένα ζήτημα για συζήτηση ή αντιμετώπισή του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.