θέτω

θέτω
έθεσα, τέθηκα, τεθειμένος
1. βάζω, τοποθετώ: Δεν έχουν τεθεί τα θεμέλια. – Έθεσε τους φακέλους στο αρχείο. – Τέθηκαν σε άλλο μέρος τα έπιπλα.
2. μτφ., προτείνω, υποβάλλω: Θέτω πρώτος το ζήτημα. – Η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία.
3. αποδέχομαι, πρεσβεύω: Έθεσε ως σκοπόστη ζωή του την επιστημονική έρευνα.
4. «Θέτω σε ενέργεια ή εφαρμογή», εφαρμόζω· «Θέτω σε χρήση», χρησιμοποιώ· «Θέτω στο περιθώριο», παραμερίζω· «Θέτω κατά μέρος», παραμερίζω· «Θέτω σε δεύτερη μοίρα», θεωρώ κατώτερο· «Θέτω τελεία και παύλα», τελειώνω· «Θέτω χαλινό», χαλιναγωγώ, συγκρατώ· «Θέτω σε κίνηση», κινητοποιώ· «θέτω υπό έλεγχο», ελέγχω· «Θέτω στο αρχείο την υπόθεση», αναβάλλω διαρκώς κάτι ώστε τελικά να μην ασχοληθώ μ' αυτό· «Θέτω επί τάπητος», υποβάλλω ένα ζήτημα για συζήτηση ή αντιμετώπισή του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θέτω — θέτω, έθεσα βλ. πίν. 137 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …   Dictionary of Greek

  • θετῷ — θετός placed masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέτω — θέτης one who places masc gen sg (attic epic ionic) τίθημι p aor imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθέτω — θέτω κάτι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ενθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • υπάγω — θέτω κάποιον ή κάτι στην κυριότητα κάποιου, τον κατατάσσω, τον εντάσσω: Δεν υπάγομαι σ’ αυτήν την κατηγορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιστιοθετώ — έω ναυτ. τοποθετώ στην ιστιοθήκη τού πλοίου τα ιστία τα οποία δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν άμεσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + θετῶ (< θέτης < θέτω), πρβλ. αγωνο θετώ, υιο θετώ] …   Dictionary of Greek

  • προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …   Dictionary of Greek

  • εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • θυγατροθετώ — θυγατροθετῶ, έω (Μ) παίρνω κάποιαν ως θετή θυγατέρα, ως κόρη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θηγατρός) + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θετώ, υιο θετώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”